Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπίπτω
ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
View word page
ὑπερπλούσιος
over-wealthy, exceeding rich

ShortDef

over-wealthy, exceeding rich

Debugging

Headword:
ὑπερπλούσιος
Headword (normalized):
ὑπερπλούσιος
Headword (normalized/stripped):
υπερπλουσιος
IDX:
91240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91241
Key:

Data

{'content': 'over-wealthy, exceeding rich'}