Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπινω
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
View word page
ὑπερπληρόω
to fill overfull

ShortDef

to fill overfull

Debugging

Headword:
ὑπερπληρόω
Headword (normalized):
ὑπερπληρόω
Headword (normalized/stripped):
υπερπληροω
IDX:
91238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91239
Key:

Data

{'content': 'to fill overfull'}