Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπινω
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
View word page
ὑπερπλημμυρέω
overflow
ShortDef
overflow
Debugging
Headword:
ὑπερπλημμυρέω
Headword (normalized):
ὑπερπλημμυρέω
Headword (normalized/stripped):
υπερπλημμυρεω
IDX:
91236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91237
Key:
Data
{'content': 'overflow'}