Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερπηδάω
ὑπερπήδησις
ὑπερπιαίνω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπινω
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
View word page
ὑπέρπλεος
abundant
ShortDef
abundant
Debugging
Headword:
ὑπέρπλεος
Headword (normalized):
ὑπέρπλεος
Headword (normalized/stripped):
υπερπλεος
IDX:
91233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91234
Key:
Data
{'content': 'abundant'}