Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπήγνυμαι
ὑπερπηδάω
ὑπερπήδησις
ὑπερπιαίνω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπινω
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
View word page
ὑπερπλεονάζω
to abound exceedingly

ShortDef

to abound exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερπλεονάζω
Headword (normalized):
ὑπερπλεονάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερπλεοναζω
IDX:
91232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91233
Key:

Data

{'content': 'to abound exceedingly'}