Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπήγνυμαι
ὑπερπηδάω
ὑπερπήδησις
ὑπερπιαίνω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπινω
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
View word page
ὑπερπίνω
to drink overmuch

ShortDef

to drink overmuch

Debugging

Headword:
ὑπερπίνω
Headword (normalized):
ὑπερπίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερπινω
IDX:
91229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91230
Key:

Data

{'content': 'to drink overmuch'}