Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπερικλῆς
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέσσω
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπήγνυμαι
ὑπερπηδάω
ὑπερπήδησις
ὑπερπιαίνω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπινω
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
View word page
ὑπερπιαίνω
make exceedingly fat

ShortDef

make exceedingly fat

Debugging

Headword:
ὑπερπιαίνω
Headword (normalized):
ὑπερπιαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερπιαινω
IDX:
91225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91226
Key:

Data

{'content': 'make exceedingly fat'}