Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
ὑπερπεράω
ὑπερπερικλῆς
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέσσω
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπήγνυμαι
ὑπερπηδάω
ὑπερπήδησις
ὑπερπιαίνω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπινω
ὑπερπίνω
View word page
ὑπερπετάννυμι
to stretch over

ShortDef

to stretch over

Debugging

Headword:
ὑπερπετάννυμι
Headword (normalized):
ὑπερπετάννυμι
Headword (normalized/stripped):
υπερπεταννυμι
IDX:
91219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91220
Key:

Data

{'content': 'to stretch over'}