Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπάσχω
ὑπερπαφλάχω
ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
ὑπερπεράω
ὑπερπερικλῆς
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέσσω
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπήγνυμαι
View word page
ὑπερπενθέω
mourn exceedingly

ShortDef

mourn exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερπενθέω
Headword (normalized):
ὑπερπενθέω
Headword (normalized/stripped):
υπερπενθεω
IDX:
91212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91213
Key:

Data

{'content': 'mourn exceedingly'}