Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπάσχω
ὑπερπαφλάχω
ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
ὑπερπεράω
ὑπερπερικλῆς
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέσσω
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
View word page
ὑπερπέλομαι
to be superior to

ShortDef

to be superior to

Debugging

Headword:
ὑπερπέλομαι
Headword (normalized):
ὑπερπέλομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερπελομαι
IDX:
91211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91212
Key:

Data

{'content': 'to be superior to'}