Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεροψία
ὑπέροψις
ὑπεροψωνέω
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπάσχω
ὑπερπαφλάχω
ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
ὑπερπεράω
ὑπερπερικλῆς
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσῶς
View word page
ὑπερπαχύνομαι
to be or become exceedingly fat
ShortDef
to be or become exceedingly fat
Debugging
Headword:
ὑπερπαχύνομαι
Headword (normalized):
ὑπερπαχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερπαχυνομαι
IDX:
91207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91208
Key:
Data
{'content': 'to be or become exceedingly fat'}