Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροχικός
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπέροψις
ὑπεροψωνέω
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπάσχω
ὑπερπαφλάχω
ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
ὑπερπεράω
ὑπερπερικλῆς
View word page
ὑπερπάσχω
to be over-passionate

ShortDef

to be over-passionate

Debugging

Headword:
ὑπερπάσχω
Headword (normalized):
ὑπερπάσχω
Headword (normalized/stripped):
υπερπασχω
IDX:
91205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91206
Key:

Data

{'content': 'to be over-passionate'}