Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροχέω
ὑπεροχή
ὑπεροχικός
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπέροψις
ὑπεροψωνέω
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπάσχω
ὑπερπαφλάχω
ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
ὑπερπεπαίνομαι
View word page
ὑπερπαίω
to overstrike

ShortDef

to overstrike

Debugging

Headword:
ὑπερπαίω
Headword (normalized):
ὑπερπαίω
Headword (normalized/stripped):
υπερπαιω
IDX:
91203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91204
Key:

Data

{'content': 'to overstrike'}