Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέροφρυς
ὑπεροχέω
ὑπεροχή
ὑπεροχικός
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπέροψις
ὑπεροψωνέω
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπάσχω
ὑπερπαφλάχω
ὑπερπαχύνομαι
ὑπέρπαχυς
ὑπερπείθομαι
ὑπερπεινάω
ὑπερπέλομαι
ὑπερπενθέω
View word page
ὑπερπαθής
grievously afflicted

ShortDef

grievously afflicted

Debugging

Headword:
ὑπερπαθής
Headword (normalized):
ὑπερπαθής
Headword (normalized/stripped):
υπερπαθης
IDX:
91202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91203
Key:

Data

{'content': 'grievously afflicted'}