Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούσιος
ὑπερουτάω
ὑπέροφρυς
ὑπεροχέω
ὑπεροχή
ὑπεροχικός
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπέροψις
View word page
ὕπερος
a pestle to bray and pound with

ShortDef

a pestle to bray and pound with

Debugging

Headword:
ὕπερος
Headword (normalized):
ὕπερος
Headword (normalized/stripped):
υπερος
IDX:
91188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91189
Key:

Data

{'content': 'a pestle to bray and pound with'}