Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούσιος
ὑπερουτάω
ὑπέροφρυς
ὑπεροχέω
ὑπεροχή
ὑπεροχικός
ὑπέροχος
ὑπεροψία
View word page
ὑπερορρωδέω
to be much afraid

ShortDef

to be much afraid

Debugging

Headword:
ὑπερορρωδέω
Headword (normalized):
ὑπερορρωδέω
Headword (normalized/stripped):
υπερορρωδεω
IDX:
91187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91188
Key:

Data

{'content': 'to be much afraid'}