Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούσιος
ὑπερουτάω
ὑπέροφρυς
View word page
ὑπερορισμός
banishment
ShortDef
banishment
Debugging
Headword:
ὑπερορισμός
Headword (normalized):
ὑπερορισμός
Headword (normalized/stripped):
υπερορισμος
IDX:
91182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91183
Key:
Data
{'content': 'banishment'}