Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούσιος
View word page
ὑπερορίζω
to drive beyond the frontier, banish
ShortDef
to drive beyond the frontier, banish
Debugging
Headword:
ὑπερορίζω
Headword (normalized):
ὑπερορίζω
Headword (normalized/stripped):
υπεροριζω
IDX:
91180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91181
Key:
Data
{'content': 'to drive beyond the frontier, banish'}