Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
View word page
ὑπερορία
foreign land
ShortDef
foreign land
Debugging
Headword:
ὑπερορία
Headword (normalized):
ὑπερορία
Headword (normalized/stripped):
υπερορια
IDX:
91179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91180
Key:
Data
{'content': 'foreign land'}