Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
View word page
ὑπεροργώντως
with eager desire

ShortDef

with eager desire

Debugging

Headword:
ὑπεροργώντως
Headword (normalized):
ὑπεροργώντως
Headword (normalized/stripped):
υπεροργωντως
IDX:
91177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91178
Key:

Data

{'content': 'with eager desire'}