Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
ὑπερορμαίνω
View word page
ὑπεροράω
to look over, look down upon
ShortDef
to look over, look down upon
Debugging
Headword:
ὑπεροράω
Headword (normalized):
ὑπεροράω
Headword (normalized/stripped):
υπεροραω
IDX:
91175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91176
Key:
Data
{'content': 'to look over, look down upon'}