Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
ὑπερόρκιος
View word page
ὑπερόρασις
overlooking, disdaining

ShortDef

overlooking, disdaining

Debugging

Headword:
ὑπερόρασις
Headword (normalized):
ὑπερόρασις
Headword (normalized/stripped):
υπερορασις
IDX:
91174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91175
Key:

Data

{'content': 'overlooking, disdaining'}