Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερορισμός
ὑπεροριστέον
View word page
ὑπέροπτος2
over-heated
ShortDef
disdainful
over-heated
Debugging
Headword:
ὑπέροπτος2
Headword (normalized):
ὑπέροπτος
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτος2
IDX:
91173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91174
Key:
Data
{'content': 'over-heated'}