Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
View word page
ὑπεροπτικός
disposed to despise others, contemptuous, disdainful
ShortDef
disposed to despise others, contemptuous, disdainful
Debugging
Headword:
ὑπεροπτικός
Headword (normalized):
ὑπεροπτικός
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτικος
IDX:
91171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91172
Key:
Data
{'content': 'disposed to despise others, contemptuous, disdainful'}