Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
ὑπερορία
View word page
ὑπερόπτης
a contemner, disdainer of

ShortDef

a contemner, disdainer of

Debugging

Headword:
ὑπερόπτης
Headword (normalized):
ὑπερόπτης
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτης
IDX:
91169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91170
Key:

Data

{'content': 'a contemner, disdainer of'}