Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
ὑπεροργώντως
ὑπερορέγομαι
View word page
ὑπεροπτέον
one must despise, esteem lightly

ShortDef

one must despise, esteem lightly

Debugging

Headword:
ὑπεροπτέον
Headword (normalized):
ὑπεροπτέον
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτεον
IDX:
91168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91169
Key:

Data

{'content': 'one must despise, esteem lightly'}