Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
ὑπεροργίζομαι
View word page
ὑπέροπλος
proudly trusting in force of arms, defiant, presumptuous
ShortDef
proudly trusting in force of arms, defiant, presumptuous
Debugging
Headword:
ὑπέροπλος
Headword (normalized):
ὑπέροπλος
Headword (normalized/stripped):
υπεροπλος
IDX:
91166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91167
Key:
Data
{'content': 'proudly trusting in force of arms, defiant, presumptuous'}