Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπέροπτος2
ὑπερόρασις
ὑπεροράω
View word page
ὑπεροπλίη
presumption, arrogance

ShortDef

presumption, arrogance

Debugging

Headword:
ὑπεροπλίη
Headword (normalized):
ὑπεροπλίη
Headword (normalized/stripped):
υπεροπλιη
IDX:
91165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91166
Key:

Data

{'content': 'presumption, arrogance'}