Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτικός
View word page
ὑπερόντως
super-essentially, transcendentally

ShortDef

super-essentially, transcendentally

Debugging

Headword:
ὑπερόντως
Headword (normalized):
ὑπερόντως
Headword (normalized/stripped):
υπεροντως
IDX:
91161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91162
Key:

Data

{'content': 'super-essentially, transcendentally'}