Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
ὑπερόπτης
View word page
ὑπεροκνέομαι
to be very hesitant

ShortDef

to be very hesitant

Debugging

Headword:
ὑπεροκνέομαι
Headword (normalized):
ὑπεροκνέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεροκνεομαι
IDX:
91159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91160
Key:

Data

{'content': 'to be very hesitant'}