Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερογκέω
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
ὑπεροπτέον
View word page
ὑπεροίομαι
to be very self-conceited

ShortDef

to be very self-conceited

Debugging

Headword:
ὑπεροίομαι
Headword (normalized):
ὑπεροίομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεροιομαι
IDX:
91158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91159
Key:

Data

{'content': 'to be very self-conceited'}