Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
ὑπεροπτάω
View word page
ὑπέροινος
immoderately fond of wine
ShortDef
immoderately fond of wine
Debugging
Headword:
ὑπέροινος
Headword (normalized):
ὑπέροινος
Headword (normalized/stripped):
υπεροινος
IDX:
91157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91158
Key:
Data
{'content': 'immoderately fond of wine'}