Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλίη
ὑπέροπλος
View word page
ὑπέροικος
dwelling above

ShortDef

dwelling above

Debugging

Headword:
ὑπέροικος
Headword (normalized):
ὑπέροικος
Headword (normalized/stripped):
υπεροικος
IDX:
91156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91157
Key:

Data

{'content': 'dwelling above'}