Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
View word page
ὑπεροικέω
to dwell above

ShortDef

to dwell above

Debugging

Headword:
ὑπεροικέω
Headword (normalized):
ὑπεροικέω
Headword (normalized/stripped):
υπεροικεω
IDX:
91154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91155
Key:

Data

{'content': 'to dwell above'}