Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερνότιος
ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
ὑπεροκνέομαι
ὑπερομβρία
ὑπερόντως
ὑπέροξυς
ὑπεροπλία
View word page
ὑπεροιδάω
swell unnaturally

ShortDef

swell unnaturally

Debugging

Headword:
ὑπεροιδάω
Headword (normalized):
ὑπεροιδάω
Headword (normalized/stripped):
υπεροιδαω
IDX:
91153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91154
Key:

Data

{'content': 'swell unnaturally'}