Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερνικάω
ὑπερνοέω
ὑπερνόησις
ὑπέρνοος
ὑπερνοσέω
ὑπερνότιος
ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδάω
ὑπεροικέω
ὑπεροικοδομέω
ὑπέροικος
ὑπέροινος
ὑπεροίομαι
View word page
ὑπερογκέω
become exceedingly large, swell

ShortDef

become exceedingly large, swell

Debugging

Headword:
ὑπερογκέω
Headword (normalized):
ὑπερογκέω
Headword (normalized/stripped):
υπερογκεω
IDX:
91148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91149
Key:

Data

{'content': 'become exceedingly large, swell'}