Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερμισέω
ὑπέρμορον
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
ὑπερνέω
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνοέω
ὑπερνόησις
ὑπέρνοος
ὑπερνοσέω
ὑπερνότιος
ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπέρογκος
ὑπερόδιον
ὑπεροειδής
ὑπεροιδαίνω
View word page
ὑπερνοσέω
to be extremely ill

ShortDef

to be extremely ill

Debugging

Headword:
ὑπερνοσέω
Headword (normalized):
ὑπερνοσέω
Headword (normalized/stripped):
υπερνοσεω
IDX:
91142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91143
Key:

Data

{'content': 'to be extremely ill'}