Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμισέω
ὑπέρμορον
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
ὑπερνέω
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνοέω
ὑπερνόησις
ὑπέρνοος
ὑπερνοσέω
ὑπερνότιος
ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
ὑπερογκέω
ὑπέρογκος
View word page
ὑπερνοέω
think further, trouble oneself further

ShortDef

think further, trouble oneself further

Debugging

Headword:
ὑπερνοέω
Headword (normalized):
ὑπερνοέω
Headword (normalized/stripped):
υπερνοεω
IDX:
91139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91140
Key:

Data

{'content': 'think further, trouble oneself further'}