Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιπορεῖν
ἀντιπορεύομαι
ἀντιπορθέω
ἀντίπορθμος
ἀντίπορος
ἀντίπορπος
ἀντίπους
ἀντιπρακτικός
ἀντίπραξις
ἀντίπρασις
ἀντιπράσσω
ἀντιπρεσβεύομαι
ἀντιπρεσβευτής
ἀντιπρίασθαι
ἀντιπροαίρεσις
ἀντιπροβάλλομαι
ἀντιπροβολή
ἀντιπροεῖδον
ἀντιπρόειμι
ἀντιπροηγέομαι
ἀντιπροθυμέομαι
View word page
ἀντιπράσσω
to act against, seek to counteract

ShortDef

to act against, seek to counteract

Debugging

Headword:
ἀντιπράσσω
Headword (normalized):
ἀντιπράσσω
Headword (normalized/stripped):
αντιπρασσω
IDX:
9113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9114
Key:

Data

{'content': 'to act against, seek to counteract'}