Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμισέω
ὑπέρμορον
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
ὑπερνέω
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνοέω
ὑπερνόησις
ὑπέρνοος
ὑπερνοσέω
ὑπερνότιος
ὑπερξανθίζω
ὑπέρξανθος
ὑπερξηραίνω
ὑπέρξηρος
View word page
ὑπερνεωλκέω
to haul
ShortDef
to haul
Debugging
Headword:
ὑπερνεωλκέω
Headword (normalized):
ὑπερνεωλκέω
Headword (normalized/stripped):
υπερνεωλκεω
IDX:
91137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91138
Key:
Data
{'content': 'to haul'}