Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμισέω
ὑπέρμορον
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
ὑπερνέω
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνοέω
ὑπερνόησις
ὑπέρνοος
ὑπερνοσέω
View word page
ὑπερμισέω
hate exceedingly
ShortDef
hate exceedingly
Debugging
Headword:
ὑπερμισέω
Headword (normalized):
ὑπερμισέω
Headword (normalized/stripped):
υπερμισεω
IDX:
91132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91133
Key:
Data
{'content': 'hate exceedingly'}