Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμισέω
ὑπέρμορον
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
ὑπερνέω
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνοέω
ὑπερνόησις
View word page
ὑπερμήκης
exceeding long

ShortDef

exceeding long

Debugging

Headword:
ὑπερμήκης
Headword (normalized):
ὑπερμήκης
Headword (normalized/stripped):
υπερμηκης
IDX:
91130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91131
Key:

Data

{'content': 'exceeding long'}