Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμισέω
ὑπέρμορον
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
ὑπερνέω
ὑπερνεωλκέω
View word page
ὑπερμετρία
a passing all measure, overflow

ShortDef

a passing all measure, overflow

Debugging

Headword:
ὑπερμετρία
Headword (normalized):
ὑπερμετρία
Headword (normalized/stripped):
υπερμετρια
IDX:
91127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91128
Key:

Data

{'content': 'a passing all measure, overflow'}