Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμισέω
ὑπέρμορον
ὑπερνέμομαι
ὑπερνέφελος
View word page
ὑπέρμεστος
full to overflowing

ShortDef

full to overflowing

Debugging

Headword:
ὑπέρμεστος
Headword (normalized):
ὑπέρμεστος
Headword (normalized/stripped):
υπερμεστος
IDX:
91125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91126
Key:

Data

{'content': 'full to overflowing'}