Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
ὑπερμιξολύδιος
ὑπερμισέω
View word page
ὑπερμεθύσκομαι
to get
ShortDef
to get
Debugging
Headword:
ὑπερμεθύσκομαι
Headword (normalized):
ὑπερμεθύσκομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερμεθυσκομαι
IDX:
91122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91123
Key:
Data
{'content': 'to get'}