Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
ὑπερμετώπιος
ὑπερμήκης
View word page
ὑπέρμεγας
immensely great

ShortDef

immensely great

Debugging

Headword:
ὑπέρμεγας
Headword (normalized):
ὑπέρμεγας
Headword (normalized/stripped):
υπερμεγας
IDX:
91120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91121
Key:

Data

{'content': 'immensely great'}