Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμεστος
ὑπερμετρέω
ὑπερμετρία
ὑπέρμετρος
View word page
ὑπερμάχομαι
will fight

ShortDef

will fight

Debugging

Headword:
ὑπερμάχομαι
Headword (normalized):
ὑπερμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερμαχομαι
IDX:
91118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91119
Key:

Data

{'content': 'will fight'}