Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
View word page
ὑπερμαίνομαι
to be or go stark mad

ShortDef

to be or go stark mad

Debugging

Headword:
ὑπερμαίνομαι
Headword (normalized):
ὑπερμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερμαινομαι
IDX:
91114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91115
Key:

Data

{'content': 'to be or go stark mad'}