Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
View word page
ὑπερμαζάω
to be overfull of barley bread

ShortDef

to be overfull of barley bread

Debugging

Headword:
ὑπερμαζάω
Headword (normalized):
ὑπερμαζάω
Headword (normalized/stripped):
υπερμαζαω
IDX:
91112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91113
Key:

Data

{'content': 'to be overfull of barley bread'}