Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
View word page
ὑπερλυπέομαι
to be vexed beyond measure

ShortDef

to be vexed beyond measure

Debugging

Headword:
ὑπερλυπέομαι
Headword (normalized):
ὑπερλυπέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερλυπεομαι
IDX:
91111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91112
Key:

Data

{'content': 'to be vexed beyond measure'}